κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… … Dictionary of Greek
αγιοκόπελο — το (ειρωνικά για παιδιά) κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κοπέλι] … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
κοπέλλι — το βλ. κοπέλι … Dictionary of Greek
κοπελάκι — το (Μ κοπελάκι) νεαρός, έφηβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλι + υποκορ. κατάλ. άκι] … Dictionary of Greek
κοπελάτα — κοπελάτα, τὰ (Μ) τρέλες τής νεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλι + κατάλ. ουδ. πληθ. άτα (πρβλ. πρωτ άτα)] … Dictionary of Greek
κοπελιάρης — ο νεαρός άνδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ναζ ιάρης, παλαβ ιάρης)] … Dictionary of Greek
κόπελος — κόπελος, ὁ (Μ) 1. νεαρός, νέος άνδρας 2. εραστής 3. υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κόμματ ος, περίστερ ος)] … Dictionary of Greek
μωροκόπελο — μωροκόπελο, τὸ (Μ) ανόητο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + κοπέλι] … Dictionary of Greek
πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… … Dictionary of Greek